- φυτόχωμα
- το, -ατοςη φυτογή (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτόχωμα — το, Ν (γεωπ.) μίγμα χώματος ή αδρανών υλικών με αποσυντεθειμένες ή υποκείμενες σε αποσύνθεση οργανικές ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιείται ως βελτιωτικό τού εδάφους στη λαχανοκομία και την ανθοκομία … Dictionary of Greek
καμέλια — Δενδρύλλιο ή αειθαλής θάμνος της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ιαπωνία· γι’ αυτό έλαβε την επιστημονική ονομασία κ. η ιαπωνική. Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε στα τέλη του 17ου αι. και από τότε καλλιεργείται κυρίως σε γλάστρες για … Dictionary of Greek
μαυρόχωμα — το είδος χώματος με μαύρο χρώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση οργανικών ουσιών, φυτόχωμα … Dictionary of Greek
φυτογή — η, Ν φυτική γη, φυτόχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + γη. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Νικ. Χλωρό] … Dictionary of Greek
φυτογή — η φυτική γη, χώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση και ζύμωση οργανικών υλών που έχουν φυτική ιδίως προέλευση, φυτόχωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)